- υπουδαιος
- ὑπουδαῖοςὑπ-ουδαῖος3подземный
(ὑ. καὴ χθόνιος θεός Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὑ. καὴ χθόνιος θεός Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπουδαίος — αία, ον, Α κάτω από το χώμα, υποχθόνιος («τὸν δὲ Κρόνον ἡγοῡνται θεὸν ὑπουδαῑον», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οὐδαῖος «υπόγειος, υποχθόνιος» (< οὖδας «έδαφος»), πρβλ. κατ ουδαῖος] … Dictionary of Greek
ὑπουδαίων — ὑπουδαῖος subterranean fem gen pl ὑπουδαῖος subterranean masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπουδαίην — ὑπουδαῖος subterranean fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)